Αμφιλόχιος

Αμφιλόχιος
I
(4ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Ικονίου, εκκλησιαστικός πατέρας και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην περίφημη σχολή του σοφιστή Λιβάνιου, άσκησε τη δικηγορία για μερικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, επειδή απογοητεύτηκε από τα εγκόσμια, αποτραβήχτηκε στην Καππαδοκία με σκοπό να μονάσει. Τον έπεισε όμως o φίλος του Βασίλειος (ο Μέγας) να δεχτεί τη θέση του επισκόπου Ικονίου (373). Από τότε αφιερώθηκε στην οργάνωση της επισκοπής του και στον αντιαιρετικό αγώνα. Έλαβε μέρος στη B’ Οικουμενική Σύνοδο. Έγραψε πολλά κείμενα, σώθηκαν όμως μόνο μερικοί εκκλησιαστικοί λόγοι του, λίγα αποσπάσματα δογματικών έργων του και επιστολές του. Μεταγενέστερες σύνοδοι επικαλέστηκαν συχνά γνώμες που είχε διατυπώσει ο Α. γύρω από διάφορα δογματικά και κανονικά ζητήματα.
II
(2ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε δούκας στην εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), πιθανότατα στην Ιλλυρία. Ήταν φανατικός διώκτης των χριστιανών, αλλά η ευψυχία τους στην αντιμετώπιση των μαρτυρίων τον εντυπωσίασε τόσο, ώστε έγινε τελικά και ο ίδιος χριστιανός και βρήκε μαρτυρικό τέλος. H μνήμη του τιμάται στις 27 Μαρτίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀμφιλόχιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρασκευάς, Αμφιλόχιος — Λόγιος ιερομόναχος του 17ου αι. Καταγόταν από τα Ιωάννινα και αρχικά δίδαξε στην Κοζάνη ως οικοδιδάσκαλος και στη συνέχεια ως κοινοτικός διδάσκαλος (1779 97). Αργότερα, εγκαταστάθηκε στον Βελβενδό, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμφιλόχιον — Ἀμφιλόχιος masc acc sg Ἀμφιλόχιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλοχίου — Ἀμφιλόχιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλοχίῳ — Ἀμφιλόχιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλόχιε — Ἀμφιλόχιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Амфилохий (Андроникакис) — Митрополит Амфилохий Μητροπολίτης Αμφιλόχιος Митрополит Кисамосский и Селинский c 4 октября 2005 Церковь …   Википедия

  • Амфилохий — (Ἀμφιλόχιος) греческое Род: муж Этимологическое значение: «Труднородный» или «В засаде сидящий» Связанные статьи: начинающиеся с «Амфилохий» …   Википедия

  • Ἀμφιλοχία — Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλόχιος fem nom/voc/acc dual Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλόχιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλοχίη fem nom/voc/acc dual Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλοχίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφιλοχίας — Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλόχιος fem acc pl Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλόχιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλοχίη fem acc pl Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλοχίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”